Όταν το ΚΙΝΑΛ αποφασίσει “με ποιους” και “για ποιο στόχο”, τότε θα σταματήσουν και όλες οι αντιφάσεις του.
Πέρασαν 46 χρόνια. Κοντά μισόν αιώνα, που θα έλεγε και ο έτερος “αιώνιος έφηβος”, Βασίλης Παπακωνσταντίνου. Και άλλα 24 από το θάνατο του ιδρυτή. “Παπανδρέου Παπανδρέου”, αναφωνούσε κάποτε σχεδόν η μισή Ελλάδα.
Το ΠΑΣΟΚ δεν ήταν απλά ένα μεγάλο κόμμα της μεταπολίτευσης. Ξεκίνησε ως ένα ριζοσπαστικό μεταδικτατορικό κίνημα, έσπασε το μονοπώλιο του κράτους της Δεξιάς, έφερε στο προσκήνιο τους λεγόμενους μη προνομιούχους, ταυτίστηκε με την πρόοδο και την ευημερία, τα μεγάλα έργα και τις μεταρρυθμίσεις και τελικά με την καλύτερη περίοδο στη 200χρονη πορεία του νεοελληνικού κράτους.
Ταυτόχρονα, λαΐκισε, αφομοιώθηκε από τους αρμούς της εξουσίας, έγινε καθεστώς, υπέπεσε σε σειρά σκανδάλων διαφθοράς, έχασε την ψυχή του και τελικά τιμωρήθηκε από τους ίδιους τους ψηφοφόρους του.
Το ΠΑΣΟΚ όμως δεν ήταν μόνο αυτά. Ήταν “κίνημα λαού”, κάτι που δεν κατάφερε ποτέ η κομμουνιστογενής Αριστερά. Ήταν το σοβαρό συστημικό κόμμα των αλλαγών και των μεγάλων αποφάσεων, κάτι που δεν κατάφερε ούτε η Δεξιά στη Μεταπολίτευση. Ήταν σύνθημα, τρόπος ζωής, νοοτροπία, πολιτισμική αναφορά, με τα θετικά του και τα αρνητικά του.
Δεν υπήρξε ούτε, νομίζω, θα υπάρξει σύντομα ισχυρότερο πολιτικό brand name. Ακόμη και όταν έχανε τις εκλογές, επί περίπου 30 χρόνια δεν έχασε ποτέ την πολιτική ηγεμονία.
Και σήμερα; Σήμερα επιζεί στις μνήμες των –νυν ή πρώην- ψηφοφόρων του, στις ετήσιες ιστορικές εκδηλώσεις της 3ης Σεπτέμβρη και βέβαια ως viral αναφορά στα social media. Δεκάδες meme και χιουμοριστικές ατάκες για τη “ζωάρα” με το πάλαι ποτέ κραταιό Κίνημα και τον Ανδρέα.
Από τη μία πλευρά, είναι θετικό γιατί αποφορτίζουν το κόμμα από την τοξικότητα και το σχεδόν μονομερές και άδικο φταίξιμο που χρεώθηκε την προηγούμενη δεκαετία.
Από την άλλη, η νέα γενιά που δεν έζησε τα χρόνια ΠΑΣΟΚ αποκτά μια διαστρεβλωμένη εικόνα ότι ΠΑΣΟΚ σημαίνει ουίσκια, ξενύχτια, λεφτά και Porsche Cayenne. Μια Ελλάδα του χαβαλέ, της αρπαχτής και της ήσσονος προσπάθειας. Μια εικόνα λανθασμένη, αλλά μια υπαρκτή τάση στην κοινωνία που στη συνέχεια έκανε άλλες κομματικές επιλογές.
Η Φώφη Γεννηματά κατέβαλε φιλότιμες προσπάθειες την τελευταία πενταετία να βάλει φρένο στον κατήφορο και να διατηρήσει το κόμμα ζωντανό κοινοβουλευτικά, έστω και σε μονοψήφια ποσοστά. Εν πολλοίς το πέτυχε.
Αρκεί όμως αυτό για το brand name ΠΑΣΟΚ ή για τον –ας τον πούμε- συνεχιστή του, το Κίνημα Αλλαγής; Προφανώς και όχι, εκτός ίσως ορισμένων απόστρατων που ονειρεύονται πως είναι “πρωτοκλασάτοι” του 8%.
Μπορεί να ξαναγίνει το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ ξανά πρωταγωνιστής από κομπάρσος; Γιατί δεν δυσκολεύεται μόνο το ίδιο, αντίστοιχη κατάσταση παρακμής συναντάται και σε πολλά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στην Ευρώπη.
Η δεκαετία των μνημονίων στην Ελλάδα δεν άλλαξε μόνο τον πολιτικό χάρτη, άλλαξε και τους συσχετισμούς στην κοινωνία. Ένα μέρος της βάσης του ΠΑΣΟΚ στράφηκε στη Δεξιά, άλλο στον ΣΥΡΙΖΑ και ένα άλλο εμφανώς απέχει.
Το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ για να ανακτήσει και πάλι την πρωτοβουλία στο χώρο της δημοκρατικής προοδευτικής παράταξης δεν μπορεί να αρκείται μόνο σε μνημόσυνα. Ούτε καν μόνο σε αλλαγές προσώπων. Πρέπει να αποφασίσει ποιους θέλει να εκφράσει και με ποιο όραμα για τη χώρα.
Η –για την ώρα- ηγεμονία Μητσοτάκη και στο χώρο του Κέντρου και η ισχυρή παρουσία του ηττημένου Τσίπρα έστω και με ένα κόμμα περιορισμένης εμβέλειας σε οργανωτικό επίπεδο, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν βοηθούν στο να υπάρξουν οι κατάλληλες συνθήκες.
Γι’ αυτό και ο χώρος πέραν της Δεξιάς, που θεωρητικά καλύπτεται από ΚΙΝΑΛ και ΣΥΡΙΖΑ, έχει πολλούς “ορφανούς” ψηφοφόρους.
Όμως το ΚΙΝΑΛ πρέπει να αποφασίσει. Δεν γίνεται και “μακεδονομάχοι” και υπέρ της Χάγης με την Τουρκία. Και “νόμος και τάξη” και “απέναντι στη συντηρητική κυβέρνηση”. Και με την Εκκλησία και υπέρ των διακριτών ρόλων με την πολιτεία. Και “εμείς είμαστε η πραγματική αντιπολίτευση” και με τη ΝΔ σε σχεδόν όλα τα σημαντικά θέματα.
Όταν το ΚΙΝΑΛ αποφασίσει “με ποιους” και “για ποιο στόχο”, τότε θα σταματήσουν και όλες οι αντιφάσεις του. Μέχρι τότε, θα παλεύει ανάμεσα στις συμπληγάδες των δύο μεγαλύτερων κομμάτων. Τουλάχιστον, θα είναι “με αναμνήσεις φορτωμένο”. Είναι και αυτό μια παρηγοριά.